τοῦ θέρους
ταχέως ἀρξομένου μαθητέον·
|
γυνή εἱληθερεῖ ἄνευ στροφίου μαστοὺς φαίνουσα
femina apricatur sine fascia pectorali mammas aperiens
|
εἱληθερέω
ὀλιγάκις καὶ «εἱληθερέομαι» (καὶ εἰλ…)
= (ἐν) ἡλίῳ θέρομαι / θερμαίνομαι
ἐνίοτε καὶ «ἡλιοθερέω» τε καὶ «ἡλιάζομαι»
aprīcāri, sōle uti
ἐπιτήδεια τινα
|
σκιάδειον
umbrāculum
|
|
+ἄλειμμα ἀνθήλιον
|
ἀντήλιος (ἀνθήλιος) σημαίνει μάλιστα "ἐναντίος ἡλίῳ, soli obversus, oppositus,
ὃς εὑρίσκεται ἐναντίον ἡλίου", ἀλλὰ ἔχομεν καὶ
«ἀντήλιον ‒ δέρμα περὶ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων» ~ παρώπιον
καὶ
«ἀντήλια ‒ τὰ χάριν σκιᾶς προβεβλημένα τῶν προσώπων τοῖς ἡλιαζομένοις»
|
σάβανον
? ἡ σινδών, όνος
? ἐκμαγεῖον
|
σάβανον/sábanum ‒ pannus asperior desiccandis detergendisque a balneo corporibus
accommodus