Saturday, May 7, 2016

λέξεις ‒ sunbathing

τοῦ θέρους ταχέως ἀρξομένου μαθητέον· 
γυνή εἱληθερεῖ ἄνευ στροφίου μαστοὺς φαίνουσα
femina apricatur sine fascia pectorali mammas aperiens
εἱληθερέω
ὀλιγάκις καὶ «εἱληθερέομαι» (καὶ εἰλ…)
= (ἐν) ἡλίῳ θέρομαι / θερμαίνομαι
ἐνίοτε καὶ «ἡλιοθερέω» τε καὶ «ἡλιάζομαι»
aprīcāri, sōle uti

ἐπιτήδεια τινα

σκιάδειον
umbrāculum
+ἄλειμμα ἀνθήλιον
ἀντήλιος (ἀνθήλιος) σημαίνει μάλιστα "ἐναντίος ἡλίῳ, soli obversus, oppositus,
ὃς εὑρίσκεται ἐναντίον ἡλίου", ἀλλὰ ἔχομεν καὶ 
«ἀντήλιον ‒ δέρμα περὶ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων» ~ παρώπιον
καὶ
«ἀντήλια ‒ τὰ χάριν σκιᾶς προβεβλημένα τῶν προσώπων τοῖς ἡλιαζομένοις»

σάβανον
? ἡ σινδών, όνος
? ἐκμαγεῖον

σάβανον/sábanum ‒ pannus asperior desiccandis detergendisque a balneo corporibus
accommodus

3 comments:

  1. Χαῖρε.

    Τὸ πρῶτον βούλομαι πράγματά τινα περὶ σοῦ εἰδέναι, πότερον Ἕλλην εἶ ἢ οὔ; Ὅτι οὖν δοκεῖς μοι νεοέλληνα τοῦ τρόπου καθ´ ὃν γράφεις εἶναι. Περὶ δὲ τῆς λέξεως «ἀντήλιος», οὐκ οἷός τ´ εἰμὶ ἐννοῆσαι διὰ τί εἰ γράφοιτο «ἀνθήλιος» ἀγνόημα ἂν ἦν, ἅτε ὀδοντικὸν (τ-δ-θ) πρὸ δασέως τρέπεται εἰς δασὺ θ.
    Ἔρρωσο ὦ φίλε.

    ReplyDelete
    Replies
    1. Χαῖρε ἀνώνυμε,

      ἐγὼ μέν οὐκ εἶμι Ἕλλην (οὔτε ἄλλο τι, εἰ μὴ κοσμοπολίτης), σὺ δὲ;

      Οὐκ οἶδα καλῶς τὴν νέαν γλώτταν καὶ διό νομίζω ὅτι οὔτε με ὠφελεῖ οὔτε βλάπτει γράφοντα. Ἀλλὰ οὐ πολλὰ Ἑλληνικὰ ἔργα ἀνεγνωκὼς ἴσως εἰσφέρω σύνταξιν ἀλλῶν γλωττῶν.

      «ἀνθήλιος»
      〉 LSJ:
      The Ion. form ἀντήλιος is always used in Trag. ; ἀνθήλιος first in Theopomp. l.c.

      〉 Ἔτι καὶ νῦν λέγεται «αντήλιος», εἰ δύνασαι ἀναγιγνώσκειν νεοελληνικήν:
       
      αντι(ι)-* + ήλιος (αντί ανθήλιος). Πρόκειται για τύπο της ανατολ. ιων. διαλέκτου, η οποία ανήκει στις ψιλωτικές διαλέκτους. Η ψίλωση σε τέτοιες διαλέκτους εμφανίζεται είτε με την απουσία της δασύτητας (του h), είτε με την ύπαρξη φράσεων ή σύνθετων λέξεων, όπου δεν συμβαίνει αφομοίωση τού άηχου ψιλού φθόγγου σε δασύ (τού -τ- σε -θ- κ.τ.ό.), όπως ακριβώς στην προκειμένη περίπτωση.

      ἐν βραχεῖ, Ἰωνιστὶ ψιλοῦται.

      Ἔρρωσο καὶ χάριν σοι ὅτι ἔγραψες.

      Delete
  2. Εὖ γε ἀποκρινόμενος πρὸς ἐμέ.

    Ἡ Αἰολικὴ ψίλωσις αὐτόχρημα αἴτιον ἔοικεν... Ἔτι καὶ ἐφ’ ἡμῶν ἀπολειπόντων τῶν πνευμάτων ( ̓ ̔ ) ἀπὸ τοῦ ,αϡος´ (1976) αὐτὴ αὕτη μόνη ἡ λέξις ἐστὶ κατὰ τοὺς προειρημένους κανόνας πλημμελής.

    Πάνυ γε˙ ἕλλην εἰμὶ κατοικῶν ἐν Ἀθήναις. Τρίτον δὴ ἤδη ἔτος διδάσκομαι ἀφ’ ἑαυτοῦ ὁ ταλαίπωρος ἢ καὶ τλήμων ἢν βούλῃ (οἶσθα γὰρ τὸν πόνον), φαίνομαι μέντοι ἀποτυγχάνων που πόῤῥω ὢν τοῦ εἰδέναι ὅσαπερ βουλοίμην ἂν. Χαλεπὸν μᾶλλον τοῖς νεοέλλησιν μανθάνειν, ἐπειδὴ δοκοῦμε εἰδέναι λέξεις τῆμος δὲ σημαίνουσαι ἄλλα πράγματα. Προστυχὼν νεωστὶ τῇ σῇ ἱστοσελίδι (web page) ἠθέλησα γράψαι ἑλληνιστὶ ὅπως ἴδω ἐὰν δύνωμαι (φιλῶ τὴν καθαρεύουσαν γράφειν). Οὐ τοιγαροῦν ἀλόγως φασὶ τὴν κλασσικὴν ἑλληνικήν, εἴπερ ἄλλων, ἀνθρώποις μέγα δυναμένοις πρέπει. Ἔασον μέντοι κατὰ χώραν τοῦτο χαίρειν.

    Ποῖαι αἱ ἐμαὶ δόξαι περὶ ἀνθρώπων οἷον ὑμεῖς ἐστε ἔγραψα ἐν τῷ channel τοῦ Rogelio Toledo (weather in anc. Greek). Ἐάν που ἀγνόημά τι εὕρης (εὑρήσεις δῆτα) διερευνῶν ἃ ἔγραψα βούλομαι γνῶναι. Σὺ δὲ τῶν ἐγκλιτικῶν (enclitics) πέρι πρόσεχε τὸν νοῦν.

    ReplyDelete