ἡ ψῡχή |
ὁ/ἡ κων, κῠνός
|
ἑνικός πληθυντικός
ὀνομαστική κων κύνες
γενική κῠνός κυνῶν
δοτική κῠνί κυσί(ν)
αἰτιᾱτική κύνα κύνας
κλητική κύον κύνες
γενική κῠνός κυνῶν
δοτική κῠνί κυσί(ν)
αἰτιᾱτική κύνα κύνας
κλητική κύον κύνες
ὀνόματα τινα βραχέα και εὐανάκλητα των κυνων
Ψυχή, Θυμός, Πόρπαξ, Στύραξ,
Λογχή, Λόχος, Φρουρά, Φύλαξ, Τάξις, Ξίφων, Φόναξ,
Φλέγων, Ἀλκή, Τεύχων, Ὑλεύς, Μήδας, Πόρθων, Σπέρχων,
Ὀργή, Βρέμων, Ὕβρις, Θάλλων, Ῥώμη, Ἀνθεύς, Ἥβα,
Γηθεύς, Χαρά, Λεύσων, Αὐγώ, Πολεύς, Βία, Στίχων,
Σπουδή, Βρύας, Οἰνάς, Στέρρος, Κραύγη, Καίνων, Τύρβας,
Σθένων, Αἰθήρ, Ἀκτίς, Αἰχμή, Νόης, Γνώμη, Στίβων,
Ὁρμή
Λογχή, Λόχος, Φρουρά, Φύλαξ, Τάξις, Ξίφων, Φόναξ,
Φλέγων, Ἀλκή, Τεύχων, Ὑλεύς, Μήδας, Πόρθων, Σπέρχων,
Ὀργή, Βρέμων, Ὕβρις, Θάλλων, Ῥώμη, Ἀνθεύς, Ἥβα,
Γηθεύς, Χαρά, Λεύσων, Αὐγώ, Πολεύς, Βία, Στίχων,
Σπουδή, Βρύας, Οἰνάς, Στέρρος, Κραύγη, Καίνων, Τύρβας,
Σθένων, Αἰθήρ, Ἀκτίς, Αἰχμή, Νόης, Γνώμη, Στίβων,
Ὁρμή
ὁ μῦς |
Κλινεται οὕτως:
ὁ μῦς οἱ μύες
τοῦ
μυός τῶν μυῶν
τῷ
μυΐ τοῖς μυσίν
τόν μῦν τούς μῦς (μύας)
ὦ μῦ ὦ μύες
ὁ ψιττακός / ἡ ψιττάκη |
No comments:
Post a Comment