Friday, December 11, 2015

λεξεις – ὀλισθάνειν – to slip

εὐλαβοῦ! οὖδας/δάπεδον/ἔδαφος ὑγρόν

εὐλαβοῦ μη ὀλίσθῃς
του της βανανης φλοιου επι του εδαφους οντος ραδιον εστιν ὀλισθεῖν τε και πεσεῖν

του κρυσταλλου και της χιονος ολισθηρων οντων
ὁ ανηρ πεπτωκε


Το ὀλισθεῖν εστιν ου βεβαιως θειναι τον ποδα επι γην, επι εδαφος, ωστε αποβαλειν ισορροπιαν και δια τουτο κινδινευειν πεσειν, ισως λισθηρόν (εὐόλισθον) τι κειται, ισως βεβληκε τις τον της βανανης φλοιον επι γην ωσπερ πολλακις συμβαινει εν τοις κινουμενοις ζωγραφεμμασι, εν ταις κινηματογραφικοις ταινιας ταις ζωγραφθεισαις.

(aspectus imperfectivus) ὀλισθάνειν
(aspectus synopticus) ὀλισθεῖν (ὤλισθον)
(futurum) ὀλισθήσειν
(aspectus perfectivus/retrospectivus) ὠλισθηκέναι

πασαι αι μορφαι

> slip, fall upon a slippery path
> labi, lapsare, vestigio falli
> resbalar(se)
> ausrutschen

ὀλισθηρός, ά, όν

> slippery
> lubricus
> resbaladizo, resbaloso, escurridizo
> rutschig

ὄλισθον ἔχειν  = ολισθηρον ειναι

 

 

No comments:

Post a Comment